εμαγιέ


εμαγιέ
Προφορά

Ετυμολογία
εμαγιέ └γαλλ┘ émaillé

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ εμαγιέ

✦ (για σκεύη) εφυαλωμένος, σμαλτωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.