ελπιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ελπιστικός αρχαία ελληνική ἐλπιστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελπιστικός -ή, -ό
✦ που παρέχει ελπίδες, που γεννά ελπίδες
✦ πληθ. αρσ. ελπιστικοί ως ουσ., φιλόσοφοι που θεωρούν την ελπίδα ως το μόνο έρεισμα της ζωής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–