ελμινθίαση


ελμινθίαση
Προφορά

Ετυμολογία
ελμινθίαση αρχαία ελληνική ἕλμινς, -ινθος (= σκουλήκι που ζει παρασιτικά στα έντερα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ελμινθίαση

(ιατρ.) είδος εντερικής νόσου, λεβίθες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.