ελλοχεύω


ελλοχεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ελλοχεύω αρχαία ελληνική ἐλλοχάω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ελλοχεύω

✦ ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι
(μτφ. ) υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση: ελλοχεύουν κίνδυνοι
✦ (ομοίως μτφ.): δίπλα στη συγκίνησή του για τον χαμένο συγγενή ελλόχευε και η επιθυμία του να πλουτίσει (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.