ελληνιστικός


ελληνιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ελληνιστικός ελληνίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ελληνιστικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στα χρόνια μετά τον Μέγα Αλέξανδρο (ως την εποχή του Χριστού): ελληνιστική τέχνη – εποχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.