ελλειπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ελλειπτικός μεσαιωνική ελληνική ἐλλειπτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελλειπτικός -ή, -ό
✦ που έχει ελλείψεις, ατελής
✦ που έχει το γεωμετρικό σχήμα της έλλειψης
Συνώνυμα
ελλιπής, λειψός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ελλειπτικά (Κ ελλειπτικώς)