ελλείψει


ελλείψει
Προφορά

Ετυμολογία
ελλείψει δοτ. του └ουσ┘ ἔλλειψις, -εως

Ερμηνεία
ελλείψει

✦ ως επίρρ. εξαιτίας της ελλείψεως, εφόσον υπάρχει έλλειψη: ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων, η υπόθεσις ετέθη εις το αρχείον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.