ελλέβορος


ελλέβορος
Προφορά

Ετυμολογία
ελλέβορος αρχαία ελληνική ἑλλέβορος, ιων. ἐλλέβορος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ελλέβορος

✦ ποώδες, πολυετές φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες· κατά την αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία της παράνοιας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.