ελιξίριο


ελιξίριο
Προφορά

Ετυμολογία
ελιξίριο └αραβ┘ al iksir (= λίθος της γνώσεως)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ελιξίριο

✦ παρασκεύασμα των αλχημιστών με θαυματουργές, τάχα, ιδιότητες: απατηλά ελιξίρια νιότης (Β. Μοσκόβης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.