ελικοφόρος


ελικοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
ελικοφόρος μεσαιωνική ελληνική ἑλικοφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ελικοφόρος -ος, -ο

✦ αυτός που φέρει, που έχει έλικες
✦ ουδ. ελικοφόρο ως ουσ., πλοίο, αεροπλάνο κτλ. που κινείται με έλικες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.