ελευθερωτής


ελευθερωτής
Προφορά

Ετυμολογία
ελευθερωτής μεταγενέστερη ελληνική ἐλευθερωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ελευθερωτής

✦ θηλ. ελευθερώτρια αυτός που ελευθερώνει, ο λυτρωτής

Συνώνυμα

Αντίθετα
δουλωτής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.