ελευθεροκοινωνώ
Προφορά
Ετυμολογία
ελευθεροκοινωνώ ελεύθερος + κοινωνώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ελευθεροκοινωνώ -είς, -εί
✦ επικοινωνώ ελεύθερα
✦ (ειδ. για πλοία και επιβάτες) επικοινωνώ με τους κατοίκους ενός τόπου, έπειτα από άδεια της υγειονομικής αρχής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–