ελευθέριος
Προφορά
Ετυμολογία
ελευθέριος αρχαία ελληνική ἐλευθέριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελευθέριος -ια, -ιο
✦ γενναιόδωρος, γαλαντόμος
✦ ακόλαστος
✦ ελευθερίων ηθών, η πόρνη
✦ ελευθέρια επαγγέλματα, τα ασκούμενα, ατομικά, από επιστήμονες, συγγραφείς, καλλιτέχνες κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–