ελεεινός
Προφορά
Ετυμολογία
ελεεινός αρχαία ελληνική ἐλεεινός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελεεινός -ή, -ό
✦ αξιολύπητος, οικτρός: βρισκόταν σε ελεεινή κατάσταση
✦ άθλιος, τιποτένιος: ελεεινή συμπεριφορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ελεεινά (Κ ελεεινώς)