ελεγκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ελεγκτικός αρχαία ελληνική ἐλεγκτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελεγκτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τον έλεγχο: οι αναφορές προσλαμβάνουν χαρακτήρα σαφέστατα ελεγκτικό (Ν. Χουρμουζιάδης)
✦ ο αρμόδιος να ελέγχει: ελεγκτικό συνέδριο (συλλογικό όργανο αρμόδιο για τον έλεγχο των διαχειριστών του δημόσιου χρήματος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–