ελαφρυντικός
Προφορά
Ετυμολογία
ελαφρυντικός μεταγενέστερη ελληνική ἐλαφρύνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελαφρυντικός -ή, -ό
✦ ανακουφιστικός
✦ πληθ. ουδ. τα ελαφρυντικά ως ουσ., οι ειδικές περιστάσεις που επιτρέπουν τον μετριασμό ποινής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επιβαρυντικά
Επιρρήματα
–