ελαφρούτσικος
Προφορά
Ετυμολογία
ελαφρούτσικος υποκορ. του επιθέτου ελαφρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελαφρούτσικος -η, -ο
✦ ο κάπως ελαφρός, ο ευχάριστα ελαφρός: πήρα έναν ελαφρούτσικο (ενν. ύπνο)
✦ (μτφ. ) κουτούτσικος: καλό παιδί, αλλά ελαφρούτσικο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–