εκχωρήτρια


εκχωρήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
εκχωρήτρια εκχωρέω-ώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκχωρήτρια

✦ θηλ. εκχωρήτρια αυτός που εκχωρεί, μεταβιβάζει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.