εκχερσώνω


εκχερσώνω
Προφορά

Ετυμολογία
εκχερσώνω μεσαιωνική ελληνική ἐκχερσόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εκχερσώνω

✦ μεταβάλλω άγονη γη σε καλλιεργήσιμη, ξεχερσώνω: εκχερσώθηκαν μεγάλες εκτάσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.