εκτυλωτικός


εκτυλωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκτυλωτικός εκ + τύλος (= κάλος)

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκτυλωτικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος ή ο προοριζόμενος για την αφαίρεση των κάλων: εκτυλωτικά φάρμακα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.