εκτρωματικός


εκτρωματικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκτρωματικός έκτρωμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκτρωματικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το έκτρωμα και την έκτρωση
(μτφ. ) τερατώδης, αποκρουστικός

Συνώνυμα
εξαμβλωματικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
εκτρωματικά (Κ εκτρωματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.