εκτραχύνω
Προφορά
Ετυμολογία
εκτραχύνω μεταγενέστερη ελληνική ἐκτραχύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκτραχύνω
✦ κάνω κάτι τραχύ, σκληραίνω
✦ (μτφ. ) προκαλώ χειροτέρευση: οι σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας έχουν εκτραχυνθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εξομαλύνω
Επιρρήματα
–