εκτραχηλισμός


εκτραχηλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εκτραχηλισμός εκτραχηλίζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκτραχηλισμός

✦ η εκτροπή σε απρέπειες ή άκοσμη, αδιάντροπη συμπεριφορά

Συνώνυμα
αποχαλίνωση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.