εκτοπλασματικός


εκτοπλασματικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκτοπλασματικός εκτόπλασμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκτοπλασματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στο εκτόπλασμα ή ο χαρακτηριστικός του εκτοπλάσματος: δίνοντας στη φαντασία έναν τρόπο για να βγει από την εκτοπλασματική της κατάσταση (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.