εκτακτοσυστολή


εκτακτοσυστολή
Προφορά

Ετυμολογία
εκτακτοσυστολή έκτακτος + συστολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εκτακτοσυστολή

(ιατρ.) η μη φυσική και πρόωρη συστολή της καρδιακής κοιλότητας που προκαλεί στιγμιαία διακοπή της κανονικότητας του καρδιακού ρυθμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.