εκτακτοσυστολή
Προφορά
Ετυμολογία
εκτακτοσυστολή έκτακτος + συστολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκτακτοσυστολή
✦ (ιατρ.) η μη φυσική και πρόωρη συστολή της καρδιακής κοιλότητας που προκαλεί στιγμιαία διακοπή της κανονικότητας του καρδιακού ρυθμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–