εκρού


εκρού
Προφορά

Ετυμολογία
εκρού └γαλλ┘ écru (= φυσικός, ακατέργαστος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το εκρού

✦ το χρώμα του ακατέργαστου μεταξιού, που δεν έχει λευκανθεί
✦ κ. ως επίθ., που έχει αυτό το χρώμα: ύφασμα – ένδυμα εκρού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.