εκριζωτής


εκριζωτής
Προφορά

Ετυμολογία
εκριζωτής μεταγενέστερη ελληνική ἐκριζωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκριζωτής

✦ αυτός που ξεριζώνει κάτι
(μτφ. ) που καταστρέφει, αφανίζει
✦ γεωργικό εργαλείο για το κόψιμο των υπόγειων βλαστών ή ριζών των ζιζανίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.