εκρηχτικός


εκρηχτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκρηχτικός αρχαία ελληνική ἐκρήγνυμι

Ερμηνεία
εκρηχτικός

✦ κ. εκρηχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) που μπορεί να εκραγεί ή να προκαλέσει έκρηξη: εκρηκτική ύλη – εκρηκτική ατμόσφαιρα
✦ (για πρόσ.) που εύκολα ξεσπά σε θορυβώδεις εκδηλώσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εκρηκτικά κ.εκρηχτικά (Κ εκρηκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.