εκρήγνυμαι


εκρήγνυμαι
Προφορά

Ετυμολογία
εκρήγνυμαι αρχαία ελληνική ἐκρήγνυμαι

Ερμηνεία
ρήμα εκρήγνυμαι

✦ σκάζω, κομματιάζομαι από έκρηξη
✦ (μτφ. για πρόσωπα ή καταστάσεις) εκδηλώνομαι με απότομο τρόπο, ξεσπώ: εξερράγη κίνημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.