εκπωμάτιση


εκπωμάτιση
Προφορά

Ετυμολογία
εκπωμάτιση εκπωματίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εκπωμάτιση

✦ αφαίρεση του πώματος, ξεβούλωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.