εκπυρσοκροτώ


εκπυρσοκροτώ
Προφορά

Ετυμολογία
εκπυρσοκροτώ εκ + πυρσοκροτώ

Ερμηνεία
ρήμα εκπυρσοκροτώ -είς, -εί

✦ (για όπλα) κροτώ ύστερα από ανάφλεξη: εκπυρσοκρότησε το όπλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.