εκπυρσοκροτώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply εκπυρσοκροτώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/εκπυρσοκροτώ.mp3Ετυμολογίαεκπυρσοκροτώ εκ + πυρσοκροτώ Ερμηνεία└ρήμα┘ εκπυρσοκροτώ -είς, -εί ✦ (για όπλα) κροτώ ύστερα από ανάφλεξη: εκπυρσοκρότησε το όπλο Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–