εκπατρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εκπατρίζω εκ + πατρίς + κατάλ. -ίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκπατρίζω
✦ αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του: ο βασιλιάς αναγκάστηκε να τους αμνηστεύσει και αμέσως μετά να τους εκπατρίσει (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (μέσ.) εκπατρίζομαι, απομακρύνομαι από την πατρίδα μου, ξενιτεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επαναπατρίζομαι
Επιρρήματα
–