εκπαραθυρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
εκπαραθυρώνω εκ + παράθυρο + κατάλ. -ώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκπαραθυρώνω
✦ πετώ κάποιον από το παράθυρο
✦ (εύχρ. ιδ. μτφ.) απομακρύνω, εκδιώκω κάποιον με βίαιο ή ανέντιμο τρόπο από τη θέση που κατέχει: εκπαραθυρώθηκαν όλα τα ικανά στελέχη της διοίκησης για να βολευτούν οι αφοσιωμένοι στο κόμμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–