εκμύζηση


εκμύζηση
Προφορά

Ετυμολογία
εκμύζηση μεταγενέστερη ελληνική ἐκμύζησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εκμύζηση

✦ πιπίλισμα, απομύζηση
(μτφ. ) συχνή απόσπαση χρημάτων από κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.