εκμυζώ


εκμυζώ
Προφορά

Ετυμολογία
εκμυζώ αρχαία ελληνική ἐκμυζάω-ῶ και -έω, -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εκμυζώ -είς, -εί

✦ βυζαίνω, απομυζώ
(μτφ. ) αποσπώ συχνά χρήματα ή οφέλη από κάποιον εκμεταλλευόμενος την αφέλεια ή τα συναισθήματά του, ά. αρμέγω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.