εκμεταλλεύτρια


εκμεταλλεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
εκμεταλλεύτρια εκμεταλλεύομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκμεταλλεύτρια

✦ θηλ. εκμεταλλεύτρια αυτός που εκμεταλλεύεται κάποιον ή κάτι
✦ (ιδ.) αυτός που αποκομίζει αθέμιτα κέρδη ή επωφελείται από συναισθηματικές και άλλες αδυναμίες, για να επιτύχει ιδιοτελείς σκοπούς: οι περισσότεροι επιχειρηματίες είναι στυγνοί εκμεταλλευτές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.