εκμαυλισμός


εκμαυλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εκμαυλισμός εκμαυλίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εκμαυλισμός

✦ μαύλισμα (βλ. λ.)
(μτφ. ) η προαγωγή στη διαφθορά: ο εκμαυλισμός των συνειδήσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.