εκλύω
Προφορά
Ετυμολογία
εκλύω αρχαία ελληνική ἐκλύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκλύω
✦ απελευθερώνω, απολυτρώνω
✦ χαλαρώνω, εξασθενίζω
✦ εξαχρειώνω, διαφθείρω
✦ αποχωρίζω, κάνω να αποσπαστεί κάτι: οι γαιάνθρακες εκλύουν αέρια
✦ (για ενέργεια ιδ. το μέσ.) εκλύομαι, αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–