εκλυτικός


εκλυτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκλυτικός αρχαία ελληνική ἐκλυτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκλυτικός -ή, -ό

✦ αυτός που συντελεί στην έκλυση, στην αποδέσμευση: το άγχος είναι ο εκλυτικός παράγοντας για πολλές ασθένειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.