εκλαϊκεύτρια
Προφορά
Ετυμολογία
εκλαϊκεύτρια εκλαϊκεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εκλαϊκεύτρια
✦ θηλ. εκλαϊκεύτρια αυτός που απλουστεύει κάτι ώστε να γίνει κατανοητό από άτομα με μέτρια παιδεία: εκλαϊκευτής των δημοτικιστικών ιδεών (Εμμ. Κριαράς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–