εκλαϊκευτικός


εκλαϊκευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκλαϊκευτικός εκλαϊκεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκλαϊκευτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την εκλαΐκευση
✦ που γίνεται, που προσφέρεται για εκλαΐκευση: εκλαϊκευτικό ανάγνωσμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εκλαϊκευτικά (Κ εκλαϊκευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.