εκκόλπωμα
Προφορά
Ετυμολογία
εκκόλπωμα εκ + κόλπωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εκκόλπωμα
✦ μη φυσιολογική κοιλότητα σε σχήμα σάκκου που σχηματίζεται στο τοίχωμα κοίλου σπλάχνου (έντερο, ουροδόχος κύστη, οισοφάγος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–