εκκρούω
Προφορά
Ετυμολογία
εκκρούω αρχαία ελληνική ἐκκρούω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκκρούω
✦ βγάζω κάτι από ένα μέρος με κρούση: παροιμ. φρ. πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται (το κακό αντιμετωπίζεται με κακό, οι κακοί αλληλοεξουδετερώνονται)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–