εκκρεμότητα
Προφορά
Ετυμολογία
εκκρεμότητα εκκρεμής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκκρεμότητα
✦ η ιδιότητα, η κατάσταση του εκκρεμούς
✦ ατακτοποίητη υπόθεση: υπάρχουν, ακόμα, στο γραφείο μου, ένα σωρό εκκρεμότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–