εκκρεμές
Προφορά
Ετυμολογία
εκκρεμές └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἐκκρεμής
Ερμηνεία
εκκρεμές
✦ βαρύ σώμα, κρεμασμένο από οριζόντιο άξονα που δεν περνά από το κέντρο του βάρους του και γύρω από τον οποίο ταλαντεύεται
✦ (ειδ.) ρολόι του τοίχου που λειτουργεί με ανάλογο μηχανισμό, πέντολο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–