εκκολάπτω


εκκολάπτω
Προφορά

Ετυμολογία
εκκολάπτω αρχαία ελληνική ἐκκολάπτω

Ερμηνεία
ρήμα εκκολάπτω

✦ (για πουλιά) προκαλώ την έξοδο των νεοσσών από τα αβγά
✦ εκκολάπτομαι, βγαίνω από το αβγό
(μτφ. ) μτχ. ενεστ. εκκολαπτόμενος, -η, -ο ο νεοφώτιστος, που μόλις ξεμύτισε: εκκολαπτόμενος δικηγόρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.