εκζητημένος


εκζητημένος
Προφορά

Ετυμολογία
εκζητημένος μτχ. παθ. πρκμ. του εκζητώ

Ερμηνεία
εκζητημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. επιτηδευμένος, προσποιητός, εξεζητημένος (βλ. λ.) : η εκζητημένη ειρωνεία πείραξε την αντιπολίτευση ακόμα περισσότερο κι από τις βρισιές (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.