εκζεματικός


εκζεματικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκζεματικός έκζεμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκζεματικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα
✦ (για πρόσ.) αυτός που έχει έκζεμα, που πάσχει από έκζεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.