εκδηλωτικός


εκδηλωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκδηλωτικός εκδηλώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκδηλωτικός -ή, -ό

✦ που εκδηλώνει κάτι
✦ (ιδ. για πρόσ.) αυτός που φανερώνει τα αισθήματά του, διαχυτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
επιφυλακτικός, μαζεμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.