εκγλύφανο


εκγλύφανο
Προφορά

Ετυμολογία
εκγλύφανο αρχαία ελληνική ρ. ἐκγλύφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εκγλύφανο

✦ περιστροφικό κοπτικό εργαλείο με πολλές κοπτικές ακμές που έχουν κανονική διάταξη γύρω από άξονα, η φρέζα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.